ὑπόθεμα — base neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόθεμα — το, ατος 1. υπόστρωμα, υπόβαθρο, βάση. 2. (ιατρ.), υπόθετο (βλ. λ.). 3. τμήμα του δέντρου, όπου στερεώνεται το μπόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθεμάτων — ὑπόθεμα base neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέμασι — ὑπόθεμα base neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέμασιν — ὑπόθεμα base neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματα — ὑπόθεμα base neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματι — ὑπόθεμα base neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέματος — ὑπόθεμα base neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν … Dictionary of Greek
βάτα — Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για υπόθεμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β. κατασκευάζεται με ειδική … Dictionary of Greek